Αθλητική διαιτησία και δίκαιο της ΕΕ: Σε αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ της ιδιαιτερότητας της αθλητικής έννομης τάξης (lex sportiva) και της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά το δίκαιο της Ένωσης

Μαρία Σαπαρδάνη

Στις 16 Ιανουαρίου 2025, η Γεν. Εισαγγελέας Τ. Ćapeta παρουσίασε τις Προτάσεις της στην υπόθεση Royal Football Club Seraing (C-600/23), η οποία επί του παρόντος εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ, κατόπιν αίτησης προδικαστικής απόφασης που υποβλήθηκε από το Cour de cassation του Βελγίου. Η υπόθεση αυτή παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να τοποθετηθεί επί ενός ιδιαίτερα κρίσιμου ζητήματος: αυτού της συμβατότητας του μηχανισμού αθλητικής διαιτησίας, όπως προβλέπεται από το καταστατικό της Fédération Internationale de Football Association (FIFA) ενώπιον του Court of Arbitration for Sport (CAS), με την ενωσιακή αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Το βελγικό ανώτατο δικαστήριο ζητά διευκρινίσεις ως προς το κατά πόσον το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 19 παρ. 1 ΣΕΕ καθώς και το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΧΘΔΕΕ), αντιτίθεται σε εθνικό κανόνα ο οποίος προσδίδει σε διαιτητική απόφαση ισχύ δεδικασμένου (res judicata) και μαχητή αποδεικτική ισχύ έναντι τρίτων, στην περίπτωση που ο έλεγχος συμβατότητάς της προς το δίκαιο της Ένωσης έχει διενεργηθεί μόνο από δικαστήριο τρίτης χώρας, ήτοι από όργανο που δεν έχει τη δυνατότητα να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο.

Η Γεν. Εισαγγελέας εκτιμά ότι οι διατάξεις της βελγικής νομοθεσίας, οι οποίες απονέμουν ισχύ δεδικασμένου στις διαιτητικές αποφάσεις του CAS που επικυρώνονται από το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ελβετίας, αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης και πρέπει να παραμείνουν ανεφάρμοστες. Μόνον έτσι θα παρασχεθεί στον εθνικό δικαστή η δυνατότητα να ασκήσει την εξουσία δικαστικού ελέγχου των κανόνων της FIFA έναντι του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, κατά την άποψή της, τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών πρέπει να έχουν τη δυνατότητα πλήρους ελέγχου των κανόνων της FIFA, παρά την ύπαρξη οποιασδήποτε απόφασης του CAS που επικυρώνει τη νομιμότητά τους. Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, την έκταση αυτού του ελέγχου, η Γεν. Εισαγγελέας υποστηρίζει ότι δεν θα πρέπει να περιορίζεται σε ζητήματα δημόσιας τάξης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της «παραδοσιακής» εμπορικής διαιτησίας, αλλά θα πρέπει να διενεργείται έναντι όλων ανεξαιρέτως των κανόνων του δικαίου της Ένωσης. Η θέση αυτή, εφόσον υιοθετηθεί από το Δικαστήριο, αναμένεται να επιφέρει ριζικές και πολύπλευρες αλλαγές στο ισχύον σύστημα διαιτητικής επίλυσης διαφορών του παγκόσμιου επαγγελματικού αθλητισμού. Εν αναμονή της επικείμενης απόφασης, το παρόν άρθρο επιχειρεί να αποτιμήσει κριτικά τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις της Γεν. Εισαγγελέως και να αναδείξει τις πιθανές επιπτώσεις της υπόθεσης στην αρχιτεκτονική της αθλητικής δικαιοσύνης.

Λέξεις-κλειδιά

αθλητικό διαιτητικό δικαστήριο – άρθρο 19 παρ. 1 ΣΕΕ – αποτελεσματική δικαστική προστασία – άρθρο 47 ΧΘΔΕΕ – υποχρεωτική αθλητική διαιτησία – lex sportiva – πρόσβαση στη δικαιοσύνη – res judicata – αναγνώριση ισχύος δεδικασμένου σε διαιτητική απόφαση – εξουσία δικαστικού ελέγχου των κανόνων της FIFA έναντι του δικαίου της Ένωσης – έκταση του ελέγχου – κανόνες δημοσίας τάξης

keyboard_arrow_up